Του Ευπροσήγορου Π.
Γράφοντας ένα κείμενο για την απαγόρευση του καπνίσματος και τη στάση κάποιων διανοουμένων έβαλα τίτλο, την τελευταία φράση ενός τραγουδιού του Μπρεχτ, όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά: το πασίγνωστο «Σουραμπάγια Τζόνι». Βέβαια κάποιος σχολιαστής μου «απαγόρευσε» να το ξαναχρησιμοποιήσω, όπως και να επικαλεστώ οτιδήποτε έχει γράψει ο Μπρεχτ, αλλά δεν πειράζει…
Η αλήθεια είναι ότι προτίμησα τον προβοκατόρικο τίτλο: «Μη μου φυσάς τον καπνό στα μούτρα, σκυλί», επειδή πίστευα ότι κάποιοι θα έκαναν επαφή με την δεκαετία του ΄70 και το κλίμα της εποχής. Μια εποχή που εκτιμώ ότι είναι απόλυτα «κολλημένοι» οι καπνιστές διανοούμενοι.
Ήταν ένα κλείσιμο του ματιού, αλλά όπως αποδείχτηκε μόνο για μερικούς. Κάποιοι «στράβωσαν» πολύ και άρχισαν τις βρισιές.
Μια απίστευτη επιθετικότητα, από αναγνώστες – πολίτες, που στέκονταν – ως φαίνεται – στα…νύχια για καυγά.
Μελαγχόλησα. Όχι γιατί δεν μπορούσα να απαντήσω. Άλλωστε έχω τα «κονέ» με τον διαχειριστή, αφήστε που θα μπορούσα να απαντώ με διάφορα ονόματα σε κάθε αιχμηρό, υπερβολικά επιθετικό σχόλιο.
Μελαγχόλησα για το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου σ΄ αυτήν τη χώρα.
Μελαγχόλησα γιατί δεν μπορούμε να ανταλλάξουμε επιχειρήματα, γιατί σε αντίθεση με ότι πίστευε πριν από 150 χρόνια ο στρατηγός Μακρυγιάννης, «δεν μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήρεμα και απλά».
Δεν διοχετεύουμε το πάθος και την ένταση μας στα επιχειρήματα, αλλά στον εξευτελισμό του άλλου, στην υπονόμευση των απόψεων του με ισοπεδωτικά επίθετα, στην δίκη προθέσεων για όσα λέει, στον εξοστρακισμό της γνώμης, που αγγίζει τον λεκτικό τραμπουκισμό και τον πνευματικό κανιβαλισμό.
Μελαγχόλησα γιατί σκέφτηκα ότι αυτό δεν αφορά μια παθογενή πολιτική κλίκα που ανακυκλώνεται ως «φάρσα» τα τελευταία 30 χρόνια, αλλά τελικά μας αφορά όλους μας. Δεν έχω στοιχεία αν είναι στο… DNA μας, το κάρμα μας, την κακή μας μοίρα ή το… ζώδιο της χώρας, να πλακωνόμαστε χωρίς καν να ακούμε τον δίπλα μας, να τον στήνουμε στον τοίχο, άνευ απολογίας.
Να βαφτίζουμε προδότη, εφιάλτη, αμερικανόδουλο, ξεπουλημένο, ακροδεξιό, νεοφιλελεύθερο, φασίστα όποιον τολμά να πει κάτι με το οποίο διαφωνούμε, αν επιχειρήσει να πει κάτι που ξεφεύγει από τον δικό μας μικρόκοσμο, τη δική μας μικροθεωρία. Όλοι οι άλλοι πλην ημών και των συμφωνούντων με την άποψη μας είναι αγράμματοι, άσχετοι, κομπλεξικοί, ρηχοί και πολλά ακόμα επίθετα.
Τα επίθετα πληγώνουν και πολώνουν, οι ταμπέλες διαχωρίζουν τους ανθρώπους. Τα επίθετα δεν είναι επιχειρήματα, σε κάνουν να… βγάζεις νύχια για να αντεπιτεθείς και όχι να σκεφτείς ψύχραιμα για να απαντήσεις.
Τα επίθετα χρειάζονται μόνο όταν δεν μπορείς να μιλήσεις επί της ουσίας. (Και στους ποιητές και πεζογράφους, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι ποτέ σχεδόν δεν μπαίνουμε στην ουσία του επιχειρήματος του άλλου, ούτε καν στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Προφανώς μεγαλώσαμε σε οικογενειακά περιβάλλοντα, όπου η σύγκρουση επιβεβαίωνε και επικοινωνούσε το συναίσθημα. Την ίδια πρακτική της χρήσης προσβλητικών ή αφοριστικών επιθέτων κάνουμε συχνά και στις προσωπικές μας σχέσεις, απέναντι στους ερωτικούς μας συντρόφους, τους γονείς μας ή τα παιδιά μας και εκεί το πράγμα βραχυκυκλώνει. Ο θυμός ανακυκλώνει τον θυμό, εμπεδώνει την οργή και τη βία. Και η λεκτική βία μπορεί να είναι πολύ βαρύτερη από την σωματική καμιά φορά. Ποτέ δεν λες ένα παιδί άχρηστο αν δεν πάει πολύ καλά στα μαθήματά του. Αυτά τα στοιχειώδη μοιάζει συχνά να τα ξεχνάμε.
Τι προτείνω. Να χαλαρώσουμε και να συζητάμε έστω και μέσω σχολίων. Κι αν είστε στο χώρο σας, όσοι ετοιμάζεστε να με κατακεραυνώσετε ανάψτε κι ένα τσιγαράκι, χαλάλι σας. Όμως παρακαλώ μιλήστε μου, μη με βρίζετε…
Υ.Γ: Εννοείται μακριά από μένα κάθε τσουβάλιασμα, γενίκευση και ισοπέδωση. Όταν παρατηρείς ένα φαινόμενο, δεν μιλάς για όλους. Άλλωστε «σ΄ αυτόν τον κόσμο που μόνος μου ζω, δεν υπάρχουν κανόνες, μα μόνο εξαιρέσεις…»
ΥΓ 2: Η φωτογραφία είναι από το κεντρικό θέμα της αφίσας για το «Μίλα της» του Πέντρο Αλμαντοβάρ, όπου ο Μπενίνο και ο Μάρκο μιλάνε συνεχώς στη Λίντια και την Αλίσια που βρίσκονται σε κώμα…